Λ. ΡΟΝ ΧΑΜΠΑΡΝΤ | ΠΡΟΦΙΛ ΒΙΟΓΡΑΦΙΑΣ
ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ
Ήδη από το 1950, ο Λ. Ρον Χάμπαρντ προειδοποίησε ότι οποιοδήποτε ολίσθημα στην ποιότητα της εκπαίδευσης θα επιδρούσε αρνητικά στην ποιότητα της ζωής στο σύνολό της. «Ο απώτερος στόχος και επιδίωξη κάθε κοινωνίας, όταν ασχολείται με το πρόβλημα της εκπαίδευσης, είναι να αυξήσει την ικανότητα, την πρωτοβουλία και το πολιτιστικό επίπεδο και με όλα αυτά να αυξηθεί το επίπεδο επιβίωσης αυτής της κοινωνίας. Όταν μια κοινωνία ξεχνάει κάποιο απ’ αυτά τα πράγματα, καταστρέφει τον εαυτό της με τα ίδια της τα εκπαιδευτικά μέσα».
Δεκαετίες αργότερα, η παρατήρηση του Λ. Ρον Χάμπαρντ αποδείχθηκε εφιαλτικά ακριβής και η συνεχιζόμενη αποσύνθεση πολλών από τους θεσμούς μας μπορεί να αποδειχθεί αναπόφευκτη, εκτός και αν η υποβάθμιση των εκπαιδευτικών μας συστημάτων αναχαιτιστεί.
Για να αναφέρουμε μερικά μόνο ανησυχητικά γεγονότα: Περίπου το 45 τοις εκατό όλων των μαθητών που τελειώνουν ή αποφοιτούν το γυμνάσιο στερούνται των απαραίτητων δεξιοτήτων ανάγνωσης και γραφής που ζητούνται στην καθημερινή ζωή· το ποσοστό των αποβολών στα γυμνάσια κυμαίνεται περίπου σε 30 έως 50 τοις εκατό στις αστικές περιοχές· σύμφωνα με τον πρόεδρο του συλλόγου δασκάλων, μέχρι και 50 τοις εκατό όλων των νέων δασκάλων παραιτούνται εντός των πρώτων πέντε ετών· και τα αποτελέσματα των σχολικών τεστ των Αμερικανών μαθητών έχουν βυθιστεί σε επίπεδα σημαντικά χαμηλότερα εκείνων που πετύχαιναν οι μαθητές στις αρχές της δεκαετίας του 1970.
Σε ολόκληρο το δυτικό κόσμο, τα γεγονότα είναι ελάχιστα πιο ενθαρρυντικά. Μια μελέτη της Βρετανικής κυβέρνησης ανέφερε ότι το ένα τρίτο του εργατικού δυναμικού στην Αγγλία δεν ήταν σε θέση να προσθέσει τις τιμές μενού ενός τυπικού γεύματος. Επιπρόσθετα, ένας στους πέντε Βρετανούς μαθητές δεν μπορούσε να εντοπίσει σωστά τη Μ. Βρετανία στον παγκόσμιο χάρτη.
Συνολικά, αυτά τα θλιβερά στοιχεία μεταφράζονται σε ένα καταθλιπτικό οικονομικό σενάριο, με ετήσιο κόστος για τις επιχειρήσεις, από πλευράς χαμένης παραγωγής και επανεκπαίδευσης, να ξεπερνά τώρα το όριο των 240 δισεκατομμυρίων δολαρίων. Και όταν κάποιος συμπεριλάβει και τους ζοφερούς δεσμούς μεταξύ της αγραμματοσύνης και της εγκληματικότητας, οι παγκόσμιες αποτυχίες της εκπαίδευσης καθίστανται υπερβολικά σκοτεινές για να τις υπολογίσει κανείς.
ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑ ΜΕΛΕΤΗΣ
μπροστά σε μια ακαδημαϊκή κρίση. Αυτές οι μέθοδοι, που αναπτύχθηκαν από περίπου τέσσερις δεκαετίες εμπειριών ως εκπαιδευτικός, αντιπροσωπεύουν την πρώτη πλήρη κατανόηση των πραγματικών εμποδίων για μια αποτελεσματική μάθηση. Ο Λ. Ρον Χάμπαρντ ανέπτυξε περαιτέρω μια ακριβή τεχνολογία για να ξεπεραστούν αυτά τα εμπόδια και επομένως, δείχνοντας πώς μπορεί κανείς να μάθει και να εφαρμόσει οποιοδήποτε σύνολο γνώσης.
Συνολικά, η συνεισφορά του σ’ αυτό το πεδίο είναι γνωστή ως Τεχνολογία Μελέτης και παρέχει την πρώτη πλήρως αποτελεσματική προσέγγιση για το πώς μπορούν να διδαχτούν οι μαθητές πώς να μαθαίνουν. Προσφέρει μεθόδους για την αναγνώριση και την επίλυση όλων των δυσκολιών στην απορρόφηση υλικού, συμπεριλαμβανομένου ενός προηγουμένως άγνωστου εμποδίου, το οποίο εν τέλει βρίσκεται στη βάση όλων των αποτυχιών κατά την επιδίωξη μιας δεδομένης πορείας μελέτης. Εν ολίγοις, η Τεχνολογία Μελέτης βοηθά οποιονδήποτε να μάθει οτιδήποτε και έχει αποδειχτεί ότι πετυχαίνει ομοιόμορφα και σταθερά αποτελέσματα, οπουδήποτε έχει εφαρμοστεί. Επειδή βασίζεται σε θεμελιώδη στοιχεία που είναι κοινά στον καθένα, δεν επηρεάζεται από οικονομικούς, πολιτιστικούς και φυλετικούς παράγοντες και μπορεί να χρησιμοποιηθεί από όλους, ανεξαρτήτως ηλικίας. Πράγματι, τα τρία καθοριστικά κείμενα για το θέμα αυτό, Το Βασικό Εγχειρίδιο Μελέτης, Ισόβια Ικανότητα για Μελέτη και το Μαθαίνω Πώς να Μαθαίνω, στην ουσία διαφέρουν μόνο ως προς τον τρόπο με τον οποίο χειρίζονται τα υλικά. Το πρώτο είναι σχεδιασμένο για εφήβους και πάνω, ενώ το δεύτερο έχει ως στόχο τους νεότερους αναγνώστες και το τρίτο προσφέρει τις βασικές αρχές της Τεχνολογίας Μελέτης σε παιδιά ηλικίας από οκτώ έως δώδεκα ετών. Το θέμα είναι ότι οι τεχνικές μελέτης του Λ. Ρον Χάμπαρντ έχουν αποδειχθεί εξίσου αποτελεσματικές τόσο στο δημοτικό σχολείο όσο και στα γραφεία των στελεχών πολυεθνικών εταιριών.