Λ. ΡΟΝ ΧΑΜΠΑΡΝΤ | ΠΡΟΦΙΛ ΒΙΟΓΡΑΦΙΑΣ

ΙΔΡΥΤΗΣ

«Η πρώτη αρχή της δικής μου φιλοσοφίας», έγραψε ο Λ. Ρον Χάμπαρντ, «είναι ότι η σοφία προορίζεται για οποιονδήποτε επιθυμεί να τη φτάσει. Είναι εκεί για να υπηρετήσει τόσο τον κοινό θνητό όσο και το βασιλιά και δε θα ’πρεπε ποτέ να αντιμετωπίζεται ως κάτι το απρόσιτο». Πρόσθεσε σ’ αυτό ότι η φιλοσοφία πρέπει να είναι εφικτό να εφαρμοστεί, διότι «Η γνώση που είναι κλειδωμένη σε μουχλιασμένα βιβλία έχει μικρή χρησιμότητα για τον οποιονδήποτε και επομένως, είναι άνευ αξίας αν δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί». Τέλος, δήλωσε ότι προκειμένου να έχει αξία η φιλοσοφική γνώση θα πρέπει να αληθεύει και να είναι λειτουργική, και ως εκ τούτου έθεσε τις παραμέτρους για τη Διανοητική και τη Σαηεντολογία.

Ο τρόπος με τον οποίο ο Λ. Ρον Χάμπαρντ έφτασε να εδραιώσει αυτά τα θέματα είναι μια πολύ μεγάλη ιστορία που ουσιαστικά ξεκίνησε στις πρώτες δεκαετίες του εικοστού αιώνα, με τη δημιουργία μιας φιλίας με τους αυτόχθονες Ινδιάνους Μαυροπόδαρους μέσα και γύρω από το σπίτι του στην Ελένα της Μοντάνα. Ο πιο σημαντικός από αυτούς τους ανθρώπους ήταν ένας διακεκριμένος γιατρός της φυλής, που ήταν γνωστός στην περιοχή ως «Γέρο-Τομ». Αυτή η γνωριμία κατέληξε σε μια στενή φιλία, και ο εξάχρονος Ρον τιμήθηκε με την ιδιότητα του αδελφοποιτού και διδάχθηκε να εκτιμά αυτή τη μοναδική πνευματική κληρονομιά.

Αυτό που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως το επόμενο ορόσημο ήταν το 1923, όταν ο δωδεκάχρονος Λ. Ρον Χάμπαρντ άρχισε να μελετά τη θεωρία του Φρόιντ με τον Διοικητή Τζόζεφ Σ. Τόμσον, τον πρώτο αξιωματικό του Ναυτικού των ΗΠΑ που μελέτησε υπό τον Φρόιντ στη Βιέννη. Παρ’ όλο που ο Λ. Ρον Χάμπαρντ ποτέ δεν παραδέχτηκε την ψυχανάλυση αυτή καθαυτή, η επαφή του με αυτές τις πληροφορίες ήταν και πάλι καθοριστική. Γιατί, αν μη τι άλλο, έγραψε αργότερα ότι ο Φρόιντ είχε τουλάχιστον προωθήσει την πεποίθηση ότι «κάτι θα μπορούσε να γίνει σχετικά με τη διάνοια».

Το τρίτο σημαντικό βήμα αυτού του ταξιδιού έγινε στην Ασία, όπου ο Λ. Ρον Χάμπαρντ πέρασε τελικά σχεδόν δυο χρόνια ταξιδεύοντας και μελετώντας. Εκεί έγινε ένας από τους ελάχιστους Αμερικανούς που κατάφεραν να αποκτήσουν πρόσβαση στα θρυλικά μοναστήρια των Λάμα στο Θιβέτ, στους Δυτικούς Λόφους της Κίνας, και εκεί μελέτησε μαζί με τον τελευταίο από τη σειρά των Κινέζων μάγων της αυλής του Κουμπλάι Χαν. Ωστόσο, όσο συναρπαστικές και να φαίνονταν ίσως αυτές οι περιπέτειες, τελικά θα παραδεχόταν ότι δεν είχε βρει τίποτα το εφαρμόσιμο ή προβλέψιμο, όσον αφορά την ανθρώπινη διάνοια και το πνεύμα.

Θέα από την καμπίνα του Λ. Ρον Χάμπαρντ στο λιμάνι Όρσαρντ, Ουάσιγκτον, όπου έγραψε το «Εξκάλιμπερ», το 1938· φωτογραφία από τον Λ. Ρον Χάμπαρντ.
Με την επιστροφή του στις Ηνωμένες Πολιτείες το 1929, ο Λ. Ρον Χάμπαρντ εγγράφηκε στο πανεπιστήμιο Τζόρτζ Ουάσιγκτον, όπου σπούδασε μηχανική, μαθηματικά και πυρηνική φυσική – όλους τους κλάδους που θα τον εξυπηρετούσαν σε όλη του τη μεταγενέστερη φιλοσοφική έρευνα: Πράγματι, ο Λ. Ρον Χάμπαρντ ήταν ο πρώτος που χρησιμοποίησε επισταμένως τις επιστημονικές μεθόδους της Δύσης για τη μελέτη πνευματικών θεμάτων. Ωστόσο, πέρα από μια βασική μεθοδολογία, το πανεπιστήμιο δεν του προσέφερε τίποτα. Πράγματι, όπως ο ίδιος παραδέχθηκε αργότερα, «...ήταν τελείως προφανές ότι ήμουν αντιμέτωπος με έναν πολιτισμό, στον οποίο και ζούσα, ο οποίος γνώριζε λιγότερα για τη διάνοια και από την πλέον πρωτόγονη φυλή με την οποία είχα έρθει ποτέ μου σε επαφή» και «γνωρίζοντας επίσης ότι οι άνθρωποι στην Ανατολή δεν έφτασαν να κατανοήσουν τους γρίφους της διάνοιας σε τέτοιο βάθος και με τέτοια σιγουριά, όπως είχα οδηγηθεί να πιστεύω, ήξερα ότι θα έπρεπε να κάνω πολλή έρευνα».

Αυτή η έρευνα τελικά του πήρε τα επόμενα είκοσι χρόνια και τον οδήγησε σε ούτε λίγο ούτε πολύ εικοσιμία φυλές και πολιτισμούς, συμπεριλαμβανομένων των φυλών των Ινδιάνων του βοριοδυτικού Ειρηνικού, των Τάγκαλογκ των Φιλλιπίνων και όπως συνήθιζε να αστειεύεται, των κατοίκων του Μπρονξ. Για να το θέσουμε με όσο δυνατόν πιο απλά λόγια, το έργο του κατά την εν λόγω περίοδο επικεντρώθηκε σε δύο βασικά ερωτήματα. Κατ' αρχάς, ως προέκταση των πειραματισμών που διεξήγαγε στο πανεπιστήμιο, ήταν η έρευνα για κάτι που επι μακρόν αποτελούσε αντικείμενο εικασιών, τη δύναμη της ζωής, μ' άλλα λόγια την πηγή της ανθρώπινης συνείδησης. Δεύτερον, και άρρηκτα συνδεδεμένο με το πρώτο, επιθυμούσε να προσδιορίσει τον κοινό παρονομαστή της ζωής· διότι, όπως συλλογιζόταν, μόνο αν είχε εδραιώσει αυτό, θα μπορούσε να προσδιορίσει κατηγορηματικά κάτι που να είναι τόσο αληθινό όσο και εφαρμόσιμο όσον αφορά την ανθρώπινη κατάσταση.

Το χειρόγραφο του Λ. Ρον Χάμπαρντ από το «Εξκάλιμπερ», στο οποίο περιγράφει τη μοναδική προσδιορίσιμη ώθηση που αποτελεί τη βασική εξήγηση για την ανθρώπινη συμπεριφορά: Επιβίωσε.

Το πρώτο ορόσημο στην αναζήτησή του ήρθε το 1938 με ένα αδημοσίευτο χειρόγραφο με τίτλο «Εξκάλιμπερ». Στην ουσία αυτή η εργασία υπονοούσε ότι η ζωή είναι κάτι πολύ περισσότερο από μια τυχαία αλληλουχία χημικών αντιδράσεων και ότι πίσω από κάθε ανθρώπινη συμπεριφορά υπάρχει κάτι που θα μπορούσε να προσδιοριστεί. Αυτό το κάτι, δήλωσε, ήταν το «επιβίωσε», και αποτελούσε την πλέον διαδεδομένη δύναμη μεταξύ όλων των ανθρώπων. Το γεγονός ότι ο Άνθρωπος επιβιώνει δεν ήταν καινούργια ιδέα. Ήταν όμως καινούργια η ιδέα ότι αυτός ήταν ο μοναδικός κοινός παρονομαστής της ύπαρξης, και αυτό ήταν το καθοριστικό σημείο για όλη την έρευνα που ακολούθησε.